- πολυτεχνικός
- η , ό[ν] политехнический;
ανώτατη πολυτεχνική σχολή — политехнический институт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανώτατη πολυτεχνική σχολή — политехнический институт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυτεχνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυτεχνία ή στο πολυτεχνείο («πολυτεχνικές σχολές») 2. φρ. «πολυτεχνική παιδεία» παιδεία που συνδυάζει τη γενική μόρφωση και την παραγωγική διαδικασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύτεχνος. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
πολυτεχνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο πολυτεχνείο: Πολυτεχνική σχολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)